- παρεδρεία
- ἡ, Α [παρεδρεύω]1. το να κάθεται κάποιος δίπλα ή κοντά σε άλλον, η συγκαθεδρία2. η προσεκτική μελέτη3. φρ. «οἱ ἀπὸ τῆς παρεδρείας» — οι πάρεδροι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεδρείας — παρεδρείᾱς , παρεδρεία attendance fem acc pl παρεδρείᾱς , παρεδρεία attendance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεδρία — και ιων. τ. παρεδρίη, ἡ, ΜΑ [πάρεδρος] μσν. η διαρκής τήρηση, η συνεχής εκτέλεση («τῇ τοῡ νόμου τούτου παρεδρίᾳ», Ευστ.) αρχ. 1. η παρεδρεία, η συγκαθεδρία 2. η υπηρεσία («ἡ τῶν Γάλλων παρεδρία») 3. η διαρκής παρουσία («ἡ φύσις μηχανᾱται πρὸς τὴν … Dictionary of Greek